- υπέρπολλος
- -η, -ον, Αιων. τ. βλ. υπέρπολυς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπέρπολλος — ὑπέρπολυς overmuch masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρπολυ — πολλη, πολυ / ὑπέρπολυς, πόλλη, πολυ, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπέρπολλος, η, ον, και τ. ουδ. ὑπέρπουλυ, Α [πολύς / πολλός] πάρα πολύς, υπέρμετρος … Dictionary of Greek